- παρατύπωμα
- το, -ατοςτυπογραφική αβλεψία: Για τα παρατυπώματα προστίθεται στο τέλος του βιβλίου ειδική σελίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρατύπωμα — το [παρατυπώνω] 1. κακή εκτύπωση 2. συνεκδ. τυπογραφικό σφάλμα … Dictionary of Greek
παρόραμα — το, ατος λάθος από αβλεψία, παρατύπωμα, αβλεψία: Στη δεύτερη έκδοση διορθώθηκαν τα παροράματα του βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)